- συνάγοντες
- συνάγωbring togetherpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχαγενείς — λοχαγενεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχαι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί τού λοχαγερεῖς < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ἀγείρω «συγκεντρώνω»] … Dictionary of Greek
μυλιώ — μυλιῶ, άω (Α) (μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ. β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ … Dictionary of Greek
μύωπα — και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ) αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek